Σίφνιος

Σίφνιος
Σίφνιος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σίφνιος — α, ο / σίφνιος, ία, ον, ΝΜΑ, και ως κύριο όν. Σιφνιός, ιά, ιό Ν [Σίφνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σίφνο ή αυτός που προέρχεται από το παραπάνω νησί 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Σίφνιος, η Σίφνια και Σιφνία, και ο Σιφνιός,… …   Dictionary of Greek

  • Σιφνίων — Σίφνιος fem gen pl Σίφνιος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σίφνιον — Σίφνιος masc acc sg Σίφνιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιφνίοις — Σίφνιος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιφνίοισι — Σίφνιος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιφνίου — Σίφνιος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιφνίους — Σίφνιος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σίφνιοι — Σίφνιος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιφναίος — α, ο, Ν αυτός που κατάγεται από τη Σίφνο ή αυτός που κατοικεί στο παραπάνω νησί, αλλ. Σίφνιος και Σιφνιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σίφνος + κατάλ. αίος (πρβλ. Μυτιλην αίος)] …   Dictionary of Greek

  • σιφνιάζω — Α [Σίφνιος] συμπεριφέρομαι σαν Σίφνιος, μιμούμαι τους Σιφνίους («σιφνιάζειν καταδακτυλίζειν διαβέβληνται γὰρ οἱ Σίφνιοι ὡς παιδικοῑς χρώμενοι σιφνιάσαι οὖν τὸ σκιμαλίσαι», Ησύχ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”